- πυρηνέλαιο
- Το λάδι που βγαίνει από τους πυρήνες του ελαιοκάρπου. Είναι λάδι χαμηλής ποιότητας και το χρησιμοποιούν κυρίως για να παρασκευάζουν πράσινο σαπούνι. Για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως φαγώσιμα τα π., πρέπει να προέρχονται από πρόσφατη έκθλιψη. Διαφορετικά συντελούνται σε αυτά ζυμώσεις που βλάπτουν την ποιότητά τους. Η υδρογόνωση των π. (που πραγματοποιείται με καταλύτη το νικέλιο) συντελεί στο να μετατρέπονται τα γλυκερίδια του ελαϊκού οξέος σε γλυκερίδια του στεατικού οξέος, οπότε το π. μεταβάλλεται σε λίπος (μαργαρίνη). Η βιομηχανία εξαγωγής π. είναι αρκετά αναπτυγμένη στην Ελλάδα και ονομάζεται πυρηνελαιουργία.
* * *το, Ντο λάδι που εξάγεται με εκχύλιση από το υπόλειμμα τού κυρίως ελαιολάδου, το οποίο έχει ήδη ληφθεί με σύνθλιψη τών καρπών τής ελιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρήνας + έλαιο].
Dictionary of Greek. 2013.